- ξούρας
- ο1. ψεύτης2. (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός γερόντων, ιδίως σε σύνθεση) γερο-ξούραςάνθρωπος ξεμωραμένος ή φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔξ-ωρος* «παράκαιρος, ανάρμοστος, αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη ηλικία για κάτι», με σίγηση τού αρκτ. ε- και κώφωση τού -ω- σε -ου-].
Dictionary of Greek. 2013.