ξούρας

ξούρας
ο
1. ψεύτης
2. (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός γερόντων, ιδίως σε σύνθεση) γερο-ξούρας
άνθρωπος ξεμωραμένος ή φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔξ-ωρος* «παράκαιρος, ανάρμοστος, αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη ηλικία για κάτι», με σίγηση τού αρκτ. ε- και κώφωση τού -ω- σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξούρας — ο (από το αρχαίο έξωρος), ξαναμωραμένος, κοροϊδευτική προσφώνηση των γερόντων: Άντε, γεροξούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] …   Dictionary of Greek

  • ξώρας — επίρρ. πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώρας, με σίγηοη τού αρκτ. άτονου ε (βλ. και ξούρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”